- κλωθογυρίζω
- κλωθογυρίζω, κλωθογύρισα, κλωθογυρισμένος1. περιφέρομαι, στριφογυρίζω: Κακές σκέψεις κλωθογυρίζουν πάντα στο μυαλό μου.2. περιστρέφω κάτι κλώθοντάς το, ιδιαίτερα νήμα: Κλωθογυρίζει το νήμα.3. πολιορκώ ερωτικά, τριγυρίζω: Κλωθογυρίζει την κόρη του καθηγητή.4. μιλώ με υπεκφυγές: Όλο μου τα κλωθογυρίζει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.