κλωθογυρίζω

κλωθογυρίζω
κλωθογυρίζω,  κλωθογύρισα,  κλωθογυρισμένος
1. περιφέρομαι, στριφογυρίζω: Κακές σκέψεις κλωθογυρίζουν πάντα στο μυαλό μου.
2. περιστρέφω κάτι κλώθοντάς το, ιδιαίτερα νήμα: Κλωθογυρίζει το νήμα.
3. πολιορκώ ερωτικά, τριγυρίζω: Κλωθογυρίζει την κόρη του καθηγητή.
4. μιλώ με υπεκφυγές: Όλο μου τα κλωθογυρίζει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλωθογυρίζω — κλωθογυρίζω, κλωθογύρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κλωθογυρίζω — (Μ κλωθογυρίζω) 1. στριφογυρίζω, γυρίζω γύρω γύρω από κάτι 2. τριγυρνώ, περιφέρομαι («όλη την ημέρα κλωθογυρίζει στα καφενεία και στις πλατείες») νεοελλ. 1. περιτριγυρίζω κάποιον ή πολιορκώ κάποιον ερωτικά 2. φρ. «τά κλωθογυρίζει» μιλά με… …   Dictionary of Greek

  • κλωθογύρισμα — το [κλωθογυρίζώ] 1. στριφογύρισμα 2. συστροφή τών νερών ενός ποταμού 3. υπεκφυγή, προσπάθεια αποφυγής 4. περιτριγύρισμα άνδρα ή γυναίκας με ερωτικούς σκοπούς …   Dictionary of Greek

  • κλωθογύριστος — κλωθογύριστος, η, ο(ν) (Μ) [κλωθογυρίζω] μπερδεμένος, ασυνάρτητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”